- θητικον
- θητικόντό1) собир. теты, неимущие слои населения Arst.2) подать, уплачиваемая тетами Arst., Dem.3) раболепие, угодливость Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θητικόν — θητικός of masc acc sg θητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμυθητικόν — παραμῡθητικόν , παραμυθητικός consolatory masc acc sg παραμῡθητικόν , παραμυθητικός consolatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητικός — θητικός, ή, όν (Α) [θης] 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στους θήτες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θητικόν α) οι θήτες*, η τάξη τών θητών β) ο φόρος που πλήρωναν οι θήτες γ) (σε εκστρατεία) επιμελητές στρατοπέδων 3. όμοιος με θήτα, δουλικός … Dictionary of Greek